πουρινικός

πουρινικός
-ή, -ό, Ν [πουρίνη]
1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πουρίνη
2. φρ. «πουρινικές βάσεις»
χημ. οι φυσικές αζωτούχες ετεροκυκλικές ενώσεις, τα μόρια τών οποίων περιέχουν τον σκελετό τού μορίου τής πουρίνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”